- λεσχαίος
- λεσχαῑος (Α) [λέσχη](κατά τον Ησύχ.) «ἐξηγητής, ὁμιλητής».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek